- παραγόρευσις
- ἡ, Α1. απαγόρευση, παρακώληση2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄρνησις».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀγόρευσις (< ἀγορεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγόρευσιν — παραγόρευσις prohibition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)